- εβραίικος
- -η, -ο1. εβραϊκός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εβραίικαα) η εβραϊκή γλώσσαβ) η εβραϊκή θρησκείαγ) η συνοικία ή τα καταστήματα τών Εβραίων3. φρ. «εβραίικα παζάρια» — επίμονες διαπραγματεύσεις για την τιμή ενός εμπορεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.