εβραίικος

εβραίικος
-η, -ο
1. εβραϊκός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εβραίικα
α) η εβραϊκή γλώσσα
β) η εβραϊκή θρησκεία
γ) η συνοικία ή τα καταστήματα τών Εβραίων
3. φρ. «εβραίικα παζάρια» — επίμονες διαπραγματεύσεις για την τιμή ενός εμπορεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εβραίικος — η, ο επίρρ. α 1. εβραϊκός (βλ. λ.). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εβραίικα η εβραϊκή γλώσσα ή η συνοικία των Εβραίων ή η περιοχή των εβραϊκών καταστημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”